- συγκυρώ
- (I)-έω, ΜΑ(για γεγονότα και συμβάντα) επέρχομαι, συμβαίνω κατά τύχηαρχ.1. συναντώμαι κατά τύχη2. συναντώ κάτι δυσάρεστο ή ευχάριστο (α. «τραγικοῑς συγκυρήσασα πάθεσι», Διόδ.β. «εὐτυχία συγκυρεῑν», Φιλόδ.)3. (με μτχ. όπως και το ρ. τυγχάνω) συμβαίνει να είμαι, τυχαίνω4. (για τόπους) είμαι όμορος, γειτνιάζω με κάποιον5. υπάγομαι, ανήκω σε κάτι6. (ως τριτοπρόσ. με απρμφ.) συνεκύρησε(ενν. γενέσθαι) συνέπεσε, έγινε κατά τύχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κυρῶ (Ι) «συναντώ τυχαία, αποκτώ, συμβαίνω»].————————(II)-όω, Αεπιτρέπω ή επιδοκιμάζω κάτι από κοινού με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κυρῶ / -ώνω «επικυρώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.