συγκυρώ

συγκυρώ
(I)
-έω, ΜΑ
(για γεγονότα και συμβάντα) επέρχομαι, συμβαίνω κατά τύχη
αρχ.
1. συναντώμαι κατά τύχη
2. συναντώ κάτι δυσάρεστο ή ευχάριστο (α. «τραγικοῑς συγκυρήσασα πάθεσι», Διόδ.
β. «εὐτυχία συγκυρεῑν», Φιλόδ.)
3. (με μτχ. όπως και το ρ. τυγχάνω) συμβαίνει να είμαι, τυχαίνω
4. (για τόπους) είμαι όμορος, γειτνιάζω με κάποιον
5. υπάγομαι, ανήκω σε κάτι
6. (ως τριτοπρόσ. με απρμφ.) συνεκύρησε
(ενν. γενέσθαι) συνέπεσε, έγινε κατά τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κυρῶ (Ι) «συναντώ τυχαία, αποκτώ, συμβαίνω»].
————————
(II)
-όω, Α
επιτρέπω ή επιδοκιμάζω κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κυρῶ / -ώνω «επικυρώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συγκύρω — Α 1. ανήκω, υπάγομαι σε κάτι ή σε κάποιον 2. γειτνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κύρω, άλλος τ. τού κυρώ (Ι) «αποκτώ, συναντώ τυχαία»] …   Dictionary of Greek

  • κυρώνω — (AM κυρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῡτα διελύθη», Θουκ. γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.) 2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ …   Dictionary of Greek

  • συγκυρία — η, ΝΜΑ [συγκυρῶ (II)] 1. τυχαία σύμπτωση, συντυχία 2. φρ. «κατά συγκυρία», «κατὰ συγκυρίαν» κατά τύχη, τυχαία νεοελλ. φρ. «οικονομική συγκυρία» (οικον.) το σύνολο τών οικονομικών, κοινωνικών, τεχνικών κ.ά. περιστάσεων που προσδιορίζουν την… …   Dictionary of Greek

  • συγκύρημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [συγκυρῶ (Ι)] μσν. συνδυασμός αρχ. συγκυρία, τυχαίο περιστατικό …   Dictionary of Greek

  • συγκύρησις — και πιθ. σύγκυρσις, ύρσεως, ἡ, Α [συγκυρῶ (Ι)] 1. συγκυρία 2. σύμπτωση («ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας... καὶ συγκυρήσεις μᾱλλον», Πολ.) …   Dictionary of Greek

  • σύγκυρμα — ύρματος, τὸ, Μ [συγκύρω] συγκύρημα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”